Κάθε ντρίμπλα στο τσιμέντο αφήνει σημάδι. Μικρό, ανεπαίσθητο. Στο σώμα και στο μυαλό.
Το τσιμέντο είναι λίκνο. Εκεί γεννήθηκαν οι μεγαλύτεροι αθλητές του κόσμου. Και αυτοί που ονειρεύτηκαν να γίνουν μεγάλοι.
Το τσιμέντο είναι δρόμος, είτε χτυπάς μια μπάλα είτε όχι. Μη σε ξεγελά το χρώμα πάνω του, μη δίνεις σημασία στα δύο καλάθια που δεσπόζουν μπρος και πίσω από το βλέμμα σου. Οι τέσσερις γραμμές που σε περιβάλλουν δεν είναι εκεί για να σταματήσουν το δρόμο αλλά για να γιορτάσουν την κουλτούρα του, να σου δώσουν το δικαίωμα να τη μεταφέρεις κρατώντας μια μπάλα.
Το streetball γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη μετά τις αρχές του 1900, δίνοντας τη δυνατότητα στους Αφροαμερικανούς να δείξουν το ταλέντο τους. Τα μονοπάτια που άνοιξε δεν αφορούσαν μόνο τον αθλητισμό αλλά κυρίως την εκπαίδευση, καθώς παιδιά του Χάρλεμ διεκδικούσαν μέσω του μπάσκετ υποτροφίες πανεπιστημίων, διεκδικούσαν εκπαίδευση και ένα καλύτερο αύριο.
Κανένας επαγγελματίας σκάουτ δεν θα πήγαινε στις φτωχογειτονιές μιας μητρόπολης για να ανακαλύψει ταλέντα. Το παιχνίδι πάνω στο τσιμέντο άλλαξε τα πάντα. Εντός των τεσσάρων γραμμών αλλά κυρίως έξω από αυτές.
Στα μέσα του 1940 ένας δάσκαλος ονόματι Holcombe Rucker άρχισε να διοργανώνει τουρνουά, μαζεύοντας τους καλύτερους (street)ballers του μεγάλου μήλου σε ένα πάρκο ανάμεσα στην 155η οδό και τη Λεωφόρο Ντάγκλας.
Μέσα στις τέσσερις γραμμές του διάσημου γηπέδου έχουν παρελάσει θρύλοι του NBA όπως ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ και ο Τζούλιους Έρβινγκ. Κοινό γνώρισμα και ομολογία των δύο γιγάντων η παραδοχή τους για εκείνο το μικρό κομμάτι δρόμου και τους τύπους που αντιμετώπισαν μέσα σε αυτό, περιγράφοντας τους ως μερικούς από τους πλέον ταλαντούχους που είδαν τα μάτια τους.
Η κουλτούρα του streetball προσφέρει ακριβώς αυτό. Ενώνει ανθρώπους που αγαπάνε το μπάσκετ ανεξάρτητα από το που αγωνίζονται, τα χρήματα που έχουν στην τράπεζα, τη φήμη που απολαμβάνουν.
Μετά το θάνατο του Rucker το 1965, οι παίχτες που είχαν μεγαλώσει μέσα από τα τουρνουά ζήτησαν από την πόλη της Νέας Υόρκης να δώσει το όνομα του στο πάρκο. Έτσι μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1974 γεννήθηκε το Rucker Park, το διασημότερο ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ στον κόσμο.
Η Νέα Υόρκη ήταν η Αθήνα του σύγχρονου κόσμου, και το Rucker Park η «Εκκλησία του Δήμου» της.
Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να μπει μέσα στις τέσσερις γραμμές και να αγωνιστεί απέναντι στον οποιοδήποτε, να δείξει το ταλέντο του, να κερδίσει μπασκετική «αθανασία» και πιθανότατα ένα προσωνύμιο.
Οι καλύτεροι πάντα είχαν προσωνύμια, ζούσαν στη σφαίρα του μύθου που είχαν χτίσει ανάμεσα στα δέντρα, κάτω από βλέμματα θεατών που ψιθύριζαν τα κατορθώματα τους.
Pee Wee, Helicopter, Jumpin, The Hawk, The Claw, The Destroyer..
Joe «The Destroyer» Hammond..
Ο Τζο Χάμοντ ή ο Καταστροφέας όπως τον αποκαλούσαν στις εξέδρες του Rucker Park. Μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες του πάρκου, που κέρδισε την αιωνιότητα σκοράροντας 50 πόντους μέσα σε ένα ημίχρονο. Απέναντι στον Τζούλιους Έρβινγκ.
Μύθος ή πραγματικότητα, οι μαρτυρίες όσων είχαν βρεθεί εκείνη τη μέρα στο πάρκο μιλάνε για το μεγαλύτερο παιχνίδι που παίχτηκε ποτέ σε αυτό. Ο Τζο Χάμοντ ήταν εκεί, ο Dr. J επίσης.
Τον Ιούλιο του 1975 οι Westsiders, του Έρβινγκ και του Τσάρλι Σκοτ θα αντιμετώπιζαν την ομάδα του Τζο Χάμοντ και του Πι Γουι Κέρκλαντ. Δύο από τους καλύτερους παίχτες της επαγγελματικής λίγκας απέναντι σε δύο από τους καλύτερους παίχτες των ανοιχτών γηπέδων.
Οι εξέδρες (και όχι μόνο) του Rucker Park ήταν γεμάτες, ο κόσμος είχε σκαρφαλώσει σε ταράτσες, στα συρματοπλέγματα. Όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη. Απλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο Καταστροφέας δεν είχε εμφανιστεί.
Ο αγώνας ξεκίνησε χωρίς αυτόν και έφτασε σχεδόν στο ημίχρονο με τους Westsiders να προηγούνται με 12 πόντους. Ο Χάμοντ έφτασε λίγο πριν το δεύτερο ημίχρονο, μέσα σε μια λευκή λιμουζίνα. Ο κόσμος στις εξέδρες τρελάθηκε, ξεσπώντας σε κραυγές.
Μέσα σε λίγα λεπτά το παιχνίδι είχε έρθει σε απόλυτη ισορροπία. Ο Χάμοντ έδωσε μια από τις μεγαλύτερες παραστάσεις του, σκοράροντας με κάθε πιθανό τρόπο λίγο παραπάνω ή κάτι λιγότερο από 50 πόντους, σε ένα ημίχρονο. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Στα 70’s δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα για να καταγράψουν τη στιγμή, και αυτό γιγαντώνει περισσότερο το μύθο.
Την ίδια χρονιά ο Χάμοντ επιλέχτηκε από τους Λέικερς.
Η επαγγελματική λίγκα είχε θεσπίσει το Hardship Draft, μια πίσω πόρτα προς τo NBA που επέτρεπε στις ομάδες να επιλέγουν παιδιά που δεν έπαιζαν για κάποιο κολέγιο. Ο Χάμοντ είχε παρατήσει το γυμνάσιο και δεν είχε καμία πρόθεση να επιστρέψει.
Το εύκολο χρήμα στους δρόμους της Νέας Υόρκης του είχε κόψει κάθε σκέψη επαγγελματικής ενασχόλησης με το μπάσκετ. Οι Λέικερς του είχαν προσφέρει 50 χιλιάδες δολάρια ανά σεζόν. Ο Χάμοντ έβγαζε τα τετραπλάσια μέσα σε μια χρονιά, πουλώντας ναρκωτικά στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Η κουλτούρα του δρόμου δεν σταματάει στις 4 γραμμές και έχει δύο πρόσωπα. Και ο Χάμοντ τα γνώρισε καθώς πάλεψε με αυτά στο υπόλοιπο της ζωής του. Χτίζοντας το μύθο και ταυτόχρονα βυθίζοντας τον εαυτό του σε αυτόν.
Πέρασε 11 χρόνια στη φυλακή, αφήνοντας πίσω κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Το 1990 οι New York Times τον έβαλαν στις σελίδες τους, μιλώντας για τον καλύτερο παίχτη των ανοιχτών γηπέδων (και όχι μόνο) της πόλης.
Ο ίδιος αναπολεί τη χαμένη ευκαιρία να γίνει Λέικερ:
«Την εποχή που μου έκαναν πρόταση είχα ένα κλαμπ, δύο αυτοκίνητα, τρία διαμερίσματα και ένα σπίτι. Στο δικό μου μυαλό ήμουν ήδη αστέρι του μπάσκετ. Όταν κοιτάζω πίσω απλά καταλαβαίνω ότι ήμουν ξεροκέφαλος. Έπαιζα με ανθρώπους που έβγαζαν 250 χιλιάδες δολάρια το χρόνο και τους έκανα πλάκα, οπότε ήθελα τα ίδια χρήματα που έπαιρναν αυτοί».
Στο πρόσωπο του Χάμοντ καθρεφτίζεται το κίνημα του streetball, με τον ίδιο να βρίσκεται στο κέντρο του.
Κάθε παιδί που πέρασε από το γήπεδα του Χάρλεμ είχε επιλογή και αυτό ήταν το πλέον σημαντικό. Το Rucker Park δεν έπλασε μόνο μύθους του μπάσκετ. Πάνω στο τσιμέντο «γεννήθηκαν» δάσκαλοι, γιατροί, άνθρωποι που μέσω των υποτροφιών κέρδισαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Κέρδισαν το δικαίωμα σε κάτι καλύτερο. Ήταν η απόδειξη ότι κάποιος από τους δρόμους μπορεί να τα καταφέρει.
Δεν ήταν απλά μπάσκετ αλλά σταυροδρόμι ζωής.
Κάθε φορά που στέλνεις τη μπάλα στο τσιμέντο παίρνεις λίγο από το χρώμα του.
Κάθε φορά που στέλνεις τη μπάλα στο τσιμέντο δίνεις κάτι από τον εαυτό σου.
Ο διάλογος με την άσφαλτο είναι η μεγαλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Το πώς θα ξοδέψεις το νόμισμα της εξαρτάται από την ψυχή σου, και μόνο από αυτή.
Άλλωστε η ψυχή μας και η σωτηρία της, δεν είναι ο λόγος που παίζουμε το παιχνίδι;